- θερμοφόρα
- η , θερμοφόρος ο грелка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμοφόρα — Συσκευή τοπικής εφαρμογής ξηράς θερμότητας, που αποτελείται από μία ελαστική φιάλη με ζεστό νερό και βιδωτά πώματα και η οποία χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς. Η χρήση των θ. στηρίζεται στην αναλγητική επίγραση της θερμότητας … Dictionary of Greek
θερμοφόρα — η ελαστική σακούλα γεμάτη ζεστό νερό, που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση κάποιου μέρους του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμοφόρος — α και ος, ο (Α θερμοφόρος, ον) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η θερμοφόρα ή ος μικρός σάκος, συνήθως ελαστικός, ο οποίος γεμίζει με θερμό νερό ή με θερμαινόμενο αέρα και χρησιμεύει για τη θέρμανση τού κρεβατιού ή τών ποδιών ή χρησιμοποιείται για να… … Dictionary of Greek
μπουγιότα — η θερμοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouillotte < γαλλ. bouillir «βράζω» < λατ. bullire «βράζω»] … Dictionary of Greek